Τότε, ἐκεῖ πού καθόμουν εἰς τό περιβόλι μου καί ἔτρωγα ψωμί, πονώντας ἀπό τίς πληγές, ὅπου ἔλαβα εἰς τόν ἀγώνα καί περισσότερο πονώντας διά τίς μέσα πληγές ὅπου δέχομαι διά τά σημερινά δεινά της Πατρίδος, ἦλθαν δύο ἐπιτήδειοι, ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων, μισομαθεῖς καί ἄθρησκοι, καί μοῦ ξηγῶνται ἔτσι: «Πουλᾶς Ἑλλάδα, Μακρυγιάννη»;
«Ἀδελφοί, μέ ἀδικεῖτε.[..]
Θελετε να συνεχίσετε την ανάγνωση; Πατήστε εδώ
Σχολιάστε!